Δημοσιεύτηκε: Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023
Πολύ συχνά διαβάζω σε κείμενα, ακόμα και σε επίσημα εκκλησιαστικά, αλλά και σε κείμενα που γράφονται από ανθρώπους που σέβονται την παράδοση της Εκκλησίας, στα οποία γίνεται λόγος για «ανθρώπινο πρόσωπο», για «προσωπική ελευθερία», για «οντολογία του προσώπου» και μου προξενεί έκπληξη που επικράτησαν αυτοί οι όροι.
Έχω γράψει επανειλημμένως ότι η ορθόδοξη παράδοση και διδασκαλία κάνει λόγο για τον άνθρωπο και δεν χρησιμοποιεί τον καινοφανή όρο «ανθρώπινο πρόσωπο» ή «οντολογία του προσώπου». Ο όρος πρόσωπο-υπόσταση χρησιμοποιείται για τον Τριαδικό Θεό, ενώ ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσή» Του. Ο άνθρωπος λέγεται άνθρωπος και όχι «πρόσωπο» και «ανθρώπινο πρόσωπο». Το λεγόμενο «ανθρώπινο πρόσωπο» ως όρος είναι κάτι το καινοφανές, είναι επίδραση του γερμανικού ιδεαλισμού, του υπαρξισμού και του νεοσχολαστικισμού-νεοθωμισμού.
Έτσι, σήμερα αντί να γίνεται λόγος για τον άνθρωπο, γίνεται λόγος για το «ανθρώπινο πρόσωπο», για την «οντολογία του προσώπου», για την «αξιοπρέπεια του προσώπου», για την «ιερότητα του προσώπου», για την «ελευθερία του προσώπου» για την «οντολογίας της σχέσης» κλπ., τόσο σε επίσημα εκκλησιαστικά κείμενα, όσο και σε μοναχικά!
Είναι αρκετά ενδιαφέρον το θέμα, το για ποιόν λόγο εισήχθηκε αυτή η ορολογία, τι ακριβώς σημαίνει και αν είναι καλό να αντικαθίσταται η λέξη άνθρωπος από το «ανθρώπινο πρόσωπο» ή εάν μπορούν να χρησιμοποιούνται παράλληλα και τα δύο.
Έχω γράψει κατά καιρούς για το θέμα αυτό (βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Μεταπατερική θεολογία και εκκλησιαστική πατερική εμπειρία, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), σελ. 287-346), εδώ θα κάνω κάποιες νέες επισημάνσεις.
1. Ο βιβλικοπατερικός όρος άνθρωπος
Στο βιβλίο της Γενέσεως γίνεται λόγος για την δημιουργία του ανθρώπου. «Και είπεν ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημετέραν και καθ' ομοίωσιν... και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ' εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γεν. α΄, 26-27). «Και έλαβε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον, ον έπλασε, και έθετο αυτόν εν τω παραδείσω της τρυφής, εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν... Και είπε Κύριος ο Θεός· ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αυτώ βοηθόν κατ' αυτόν» (Γεν. β΄, 15-18). «Αύτη η βίβλος γενέσεως ανθρώπων· η ημέρα εποίησεν ο Θεός τον Αδάμ, κατ' εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν· άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς και ευλόγησεν αυτούς» (Γεν. ε΄, 1-2).
Ο Θεός, κατά την Αγία Γραφή, δημιούργησε άνθρωπο και όχι «πρόσωπο» ή «ανθρώπινο πρόσωπο». Και εάν αργότερα οι Πατέρες της Εκκλησίας ονόμασαν τον Θεό Πρόσωπο, ότι είναι ένας Θεός και τρία Πρόσωπα, στον αγώνα τους εναντίον του μοναρχιανισμού, δυναμικού και τροπικού, αυτό δεν το επεξέτειναν στον άνθρωπο, τον οποίο εξακολουθούσαν να αποκαλούν άνθρωπο, γιατί γνώριζαν, ασφαλώς, ότι δεν υπάρχει καμμιά ομοιότητα μεταξύ ακτίστου και κτιστού και, φυσικά, καμμιά αναλογία μεταξύ τους. Σε όλη την πατερική παράδοση γίνεται λόγος για άνθρωπο.
Ο Μέγας Βασίλειος ομιλεί για τον άνθρωπο: «Μέγα άνθρωπος... το τίμιον εν τη φυσική κατασκευή έχων» (εις 48 ψαλμόν, 8 PG 29, 449 B). Αλλού γράφει: «Τούτο άνθρωπος· νούς ενδεδεμένος προσφόρω και πρεπούση σαρκί. Τούτο υπό του πανσόφου τεχνίτου των όλων εν τοις μητρώοις ημών πλάττεται κόλποις. Τούτο εις φως εκ των σκοτεινών εκείνων θαλάμων ο των ωδίνων άγει καιρός. Τούτο άρχειν ετάχθη των επί γης. Τούτω γυμνάσιον αρετής η κτίσις υφήπλωται. Τούτω κείται νόμος μιμείσθαι τον πλάστην εις δύναμιν, και την εν ουρανοίς ευταξίαν σκιαγραφείν επί γης. Τούτο εντεύθεν καλούμενον απανίσταται. Τούτο τω του πέμψαντος Θεού παρίσταται βήματι. Τούτο ευθύνεται, τούτο δέχεται την των ενταύθα πεπολιτευμένων αντίδοσιν» (περί του μη προσηλώσθαι τοις βιοτικοίς 5, P G, 31, 549 A).
Το ίδιο και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ομιλεί για άνθρωπο. Γράφει: «Τούτο δη βουληθείς ο τεχνίτης επιδείξασθαι Λόγος, και ζώον εν εξ αμφοτέρων (αόρατον τε λέγω και ορατής φύσεως) δημιουργεί τον άνθρωπον... οίον τινα κόσμον έτερον, εν μικρώ μέγαν, επί της γης ίστησιν, άγγελον άλλον, προσκυνητήν μικτόν, επόπτην της ορατής κτίσεως, μύστην της νοουμένης, βασιλέα των επί γης, βασιλευόμενον άνωθεν, επίγειον και ουράνιον, πρόσκαιρον και αθάνατον, ορατόν και νοούμενον, μέσον μεγέθους και ταπεινότητος· τον αυτόν πνεύμα και σάρκα... ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον, και πέρας του μυστηρίου, τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον» (Γρηγ. Θεολόγου έργα 5, ΕΠΕ, σελ. 164).
Αλλού γράφει: «Ει δε τελευταίος ο άνθρωπος ανεδείχθη, και ταύτα χειρί Θεού και εικόνι τετιμημένος, θαυμαστόν ουδέν» (Γρηγ. Θεολόγου έργα 5, ΕΠΕ, σελ. 224).
Ο ίδιος αλλού γράφει: «Συ δε, άνθρωπε του Θεού, μνήσθητι τίνος ει ποίημα και που καλή και πόσα έχεις και πόσον οφείλεις, παρά τίνος σοι λόγος, νόμος, προφήται, αυτό το ειδέναι Θεόν το μη απελπίζειν τα προσδοκώμενα. Μίμησαι διά ταύτα Θεού φιλανθρωπίαν. Τούτο έχει μάλιστα θείον άνθρωπος το ευ ποιείν. Έξεστί σοι Θεόν γενέσθαι μηδέν πονήσαντι· μη πρόη τον καιρόν της θεώσεως» (Γρηγ. Θεολόγου έργα 5, ΕΠΕ, σελ. 386).
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός συγκεφαλαιώνοντας όλη την διδασκαλία των οκτώ πρώτων αιώνων στο δογματικό του έργο «έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως», γράφει «περί ανθρώπου», μεταξύ άλλων: «Εποίησεν ούν ο Θεός τον άνθρωπον άκακον, ευθή, ενάρετον, άλυπον, αμέριμνον, πάση αρετή κατηγλαισμένον» (Ιωάννου Δαμασκηνού έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 148-150).
Παντού στην βιβλική και την πατερική θεολογία γίνεται λόγος για άνθρωπο. Οι ελάχιστες αναφορές στον όρο πρόσωπο στον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, χρησιμοποιούνται ως παράδειγμα για να ομιλήση για τα Πρόσωπα στον Θεό, στις Χριστολογικές συζητήσεις, χωρίς, όμως, να κάνη αναλογίες, γιατί καμμιά ομοιότητα δεν υπάρχει μεταξύ ακτίστου και κτιστού.
2. «Ανθρώπινο πρόσωπο»
Το ερώτημα είναι πως προέκυψε ο όρος ανθρώπινο πρόσωπο». Αυτό το θέμα ανέλυσα σε άλλα κείμενά μου (βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου: «Μεταπατερική θεολογία και εκκλησιαστική πατερική εμπειρία», Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) 2012, σελ. 221 και εξής). Εκείνο που πρέπει να σημειωθή εδώ είναι ότι το «ανθρώπινο πρόσωπο» προέκυψε κυρίως τον 20ο αιώνα στις συζητήσεις των δυτικών θεολόγων με τους φιλοσόφους και κοινωνιολόγους της εποχής τους.
Επί πλέον ο κ. Γεώργιος Σίσκος στην μελέτη του με τίτλο «Η Αγία Τριάδα στην Δυτική Χριστιανοσύνη (20ος αι.)» και υπότιτλο «ερμηνευτικές προτάσεις στο Νεοσχολαστικισμό και την Οντολογία της σχέσης» απέδειξε ότι «η οντολογία της σχέσης» - «η οντολογία του προσώπου», προέκυψε ως αντίδραση στον Νεοσχολαστικισμό, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά: «Αν η Νεοσχολαστική παρουσιάστηκε απολύτως σταθερή απέναντι σε αιώνιες, αμετακίνητες, αμετάβλητες αρχές που διέπουν τη θεολογία ως οντολογία, τότε αντιστρόφως η οντολογία της σχέσης θέλησε να εισάγει τις σχέσεις Θεού και κτίσης στο δυναμικό πλαίσιο της ιστορίας με σταθερή προσήλωση σε ένα γίγνεσθαι που αφορά τόσο την εξέλιξη της κτίσης όσο και του Θεού κατά τη σχέση του με την κτίση» (Γεωργίου Σίσκου, Η Αγία Τριάδα στην Δυτική Χριστιανοσύνη, εκδ. Αρμός, Αθήνα, σελ. 64).
Πέρα από τις θεολογικές αναφορές στην δυτική θεολογία για την «οντολογία της σχέσης» - «οντολογία του προσώπου», υπάρχουν και άλλες εξίσου σοβαρές συνέπειες για την ανθρώπινη ζωή. Ο Καθηγητής Μιλτιάδης Βάντσος στο βιβλίο του «η ιερότητα της ζωής» παρουσιάζει τις συζητήσεις που γίνονται μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών θεολόγων στην Ευρώπη για το «ανθρώπινο πρόσωπο» σε αναφορά με τις εκτρώσεις-αμβλώσεις.
Συγκεκριμένα, όπως αναλύεται, μεταξύ των δυτικών Χριστιανών θεολόγων γίνονται συζητήσεις για το τι είναι το «ανθρώπινο πρόσωπο», κατά πόσο ταυτίζονται η ατομική βιολογική ύπαρξη του ανθρώπου με την προσωπική ζωή και ποια περίοδος του ανθρώπου θεωρείται ως έναρξη της προσωπικής του ύπαρξης μετά την σύλληψή του (Μιλτιάδη Βάντσου, Η ιερότητα της ζωής, εκδόσεις Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 103 και εξής).
Από πολλούς καθορίζονται ποια είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός ανθρώπου ως προσώπου. Θεωρείται ότι κάθε ον διαθέτει χαρακτηριστικά γνωρίσματα προσώπου ανεξάρτητα από το βιολογικό του είδος, όπως είναι η αυτοσυνειδησία, η λογική, η αυτογνωσία, η ικανότητα επικοινωνίας για την λύση των προβλημάτων, η ικανότητά του να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως υποκείμενο εμπειριών και πνευματικών δραστηριοτήτων, την πραγματοποίηση των ατομικών του δικαιωμάτων κ. α. (Ενθ. αν. σελ. 118-120).
Με βάση, λοιπόν, αυτά τα δεδομένα δόθηκαν ποικίλες απαντήσεις για το πότε προσδιορίζεται η έναρξη της προσωπικής ύπαρξης κάθε ανθρώπου από την στιγμή της σύλληψής του μέχρι τα πρώτα παιδικά χρόνια της ζωής του παιδιού. Έτσι, διατυπώθησαν τέσσερεις θεωρίες για το πότε αρχίζει η προσωπική ύπαρξη του ανθρώπου:
«Αυτές είναι: α) από τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού, κατά τα οποία αναπτύσσονται οι ικανότητες που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο, β) κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, και συγκεκριμένα όταν το έμβρυο γίνει αποδεκτό από την μητέρα του ως πρόσωπο, γ) από τον τρίτο μήνα της εγκυμοσύνης, κατά τον οποίο τίθεται σε λειτουργία ο εγκέφαλος, και δ) από την τρίτη εβδομάδα μετά την σύλληψη, χρόνος που το γονιμοποιημένο ωάριο εμφυτεύεται στην μήτρα της μητέρας» (Ενθ. αν. σελ. 116).
Οι θεωρίες προσδιορισμού της έναρξης της προσωπικής ύπαρξης διατυπώνονται για να διακρίνουν ανάμεσα στην ανθρώπινη βιολογική ζωή και στην προσωπική ύπαρξη, και να καθορίσουν πότε είναι επιτρεπτή η εμβρυοκτονία ή ακόμη και η βρεφοκτονία.
Σε κάθε μια από τις θεωρίες αυτές διατυπώνονται από θεολόγους, φιλοσόφους, ψυχολόγους, διάφορα επιχειρήματα και αντιεπιχειρήματα, συνδέοντας το δικαίωμα της ζωής του εμβρύου «με την λειτουργία του εγκεφάλου», «του κεντρικού νευρικού συστήματος», της αποδοχής του εμβρύου από την μητέρα του, την «ανάπτυξη συνείδησης, διανοητικών και πνευματικών δικαιωμάτων». Γενική θεώρηση αυτών των απόψεων είναι ότι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «η βιολογική ανθρώπινη ζωή στερείται προσωπικής αξίας και δικαιωμάτων, τόσο πριν τον σχηματισμό του εγκεφάλου, όσο και μετά από τον εγκεφαλικό θάνατο» και «η έκτρωση μιάς βιολογικής ανθρώπινης ζωής ή η χρησιμοποίησή της για πειραματικούς σκοπούς είναι ηθικά σωστή και δεν χρήζει αιτιολόγησης» (Ενθ. αν. σελ. 133).
Βέβαια, αυτό έχει συνέπειες και στο κώμα στο οποίο περιπίπτει κάποιος άνθρωπος, δηλαδή κατά τις απόψεις αυτές ένας άνθρωπος σε κωματώδη κατάσταση δεν θεωρείται πρόσωπο, οπότε δικαιολογείται η ευθανασία. Επίσης, γίνονται και συζητήσεις μέσα σε αυτήν την προοπτική κατά πόσον ο άνθρωπος είναι πρόσωπο κατά την διάρκεια του ύπνου που χάνει την συνειδητότητά του, έστω και προσωρινά.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα του βιβλίου αυτού, «η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία απορρίπτει την διάκριση που γίνεται σ’ όλες τις παρουσιασθείσες θεωρίες ανάμεσα στην ανθρώπινη και στην προσωπική ύπαρξη τονίζοντας ότι ο άνθρωπος δεν γίνεται πρόσωπο σε κάποιο χρονικό σημείο της ζωής του, αλλά είναι πρόσωπο από την στιγμή που έρχεται στην ύπαρξη» (Ενθ. αν. σελ. 145).
Κατά την θεολογία του Ρωμαιοκαθολικισμού «ο θεολογικός όρος "κατ’ εικόνα" αντιστοιχεί σε ανθρωπολογικό επίπεδο με τον όρο "πρόσωπο", ο οποίος δηλώνει ακριβώς την κοινωνική φύση του ανθρώπου» (Ενθ. αν. σελ. 69). Έτσι, «η ανθρώπινη αξιοπρέπεια εκφράζει την ιερότητα της ζωής κάθε προσώπου» (Ενθ. αν. σελ. 77), οπότε γίνεται λόγος για «την αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως προσώπου» (Ενθ. αν. σελ. 83), η οποία θεμελιώνεται «και φιλοσοφικά με βάση το φυσικό νόμο» (Ενθ. αν. σελ. 84).
Θεωρείται από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ότι «από τη στιγμή της σύλληψης υφίσταται ένα νέο πρόσωπο». Αυτή «η άποψη τεκμηριώνεται φιλοσοφικά με δύο κυρίως επιχειρήματα που καταδεικνύουν: α) την ενότητα και συνέχεια της ανθρώπινης ύπαρξης και β) την δυνατότητά της να αναπτύξει και να ενεργοποιήσει τις ικανότητες εκείνες που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη (Ενθ. αν. σελ. 147).
Έτσι, «το έμβρυο δεν είναι πιθανό πρόσωπο, αλλά "ενεργές πρόσωπο" με φυσική δυνατότητα απόκτησης ικανοτήτων... Το ωάριο και το σπέρμα δεν είναι πιθανά πρόσωπα, παρά μόνο πιθανοί αίτιοι μιάς προσωπικής ύπαρξης» (Ενθ. αν. σελ. 153).
Η συζήτηση που γίνεται στον δυτικό χώρο από φιλοσόφους, θεολόγους, βιοηθικούς για το πότε αρχίζει να λειτουργή το πρόσωπο στον άνθρωπο και κυρίως το ότι το συνδέουν με την λογική, την συνείδηση, την αυτογνωσία και τα δικαιώματα οδηγούν την σκέψη μου σε ορθοδόξους θεολόγους που έχουν σχεδόν ταυτόσημες απόψεις με τους δυτικούς θεολόγους, με συνέπειες στην ανθρώπινη ζωή.
Όταν, δηλαδή, ομιλούν για το ότι το πρόσωπο έχει αυτογνωσία, έρωτα και ετερότητα, όταν συνδέουν το πρόσωπο με την ελευθερία και την αγάπη, τότε αυτομάτως συνειρμικά μπορεί να φθάση κάποιος στο συμπέρασμα ότι αυτά τα γνωρίσματα δεν τα έχει το έμβρυο, ακόμα και το βρέφος, με όλες τις επόμενες συνέπειες.
3. Ο άνθρωπος ως ψυχή και σώμα
Όπως ήδη τονίστηκε στην πρώτη ενότητα του κειμένου αυτού, στην διδασκαλία της Εκκλησίας γίνεται συνεχώς λόγος για άνθρωπο και όχι για «ανθρώπινο πρόσωπο». Ο Θεός δημιούργησε άνθρωπο, άρσεν και θήλυ, και όχι «ανθρώπινο πρόσωπο». Ο Υιός και Λόγος του Θεού με την ενανθρώπησή Του προσέλαβε ανθρώπινη φύση και όχι «ανθρώπινο πρόσωπο», και κάθε φύση έχει την δική της θέληση και γι’ αυτό δεν συνδέεται η θέληση με το πρόσωπο.
Κατά την Ορθόδοξη διδασκαλία ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα. Η ψυχή υπάρχει από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως, γι’ αυτό στην Εκκλησία εορτάζουμε αυτά τα γεγονότα, ως Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, ως σύλληψη της Υπεραγίας Θεοτόκου από την μητέρα της, ως σύλληψη του Τιμίου Προδρόμου.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, χρησιμοποιώντας χωρία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου καταθέτει την διδασκαλία της Εκκλησίας για την συνύπαρξη ψυχής και σώματος από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας.
Γράφει ότι, αφού ο Θεός δημιούργησε «την νοητήν ουσίαν», δηλαδή τους αγγέλους, «και την αισθητήν» ουσίαν, δηλαδή τον ουρανό και την γη και όσα βρίσκονται σε αυτήν, στην συνέχεια έπρεπε «εξ αμφοτέρων μίξιν γενέσθω», ώστε ο άνθρωπος να είναι «οίον τε σύνδεσμος "της ορατής και αοράτου φύσεως"» (Ιωάννου Δαμασκηνού, έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 148-150).
Έτσι, ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «εξ ορατής και αοράτου φύσεως» «κατ’ εικόνα τε και ομοίωσιν», αφού έπλασε το σώμα και έδωσε λογική και νοερή ψυχή με την πνοή Του, «όπερ δη θείαν εικόνα φαμέν». Επίσης, «άμα δε το σώμα και η ψυχή πέπλασται», δηλαδή δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα το σώμα και η ψυχή «ου το μεν πρώτον, το δε ύστερον» (Ενθ. αν. σελ. 150).
Έγινε ταυτόχρονη δημιουργία του ανθρώπου και ταυτοχρόνως η ενότητα ψυχής και σώματος κατά την σύλληψη.
Ακόμη, η ψυχή του ανθρώπου είναι «λογική και νοερά, ασχημάτιστος, οργανικώ κεχρημένη σώματι και τούτω ζωής αυξήσεώς τε και αισθήσεως και γεννήσεως παρεκτική» (Ενθ. αν. σελ. 152), δηλαδή η ψυχή χρησιμοποιεί το σώμα ως όργανο και παρέχει σε αυτό ζωή και αύξηση και αίσθηση και γέννηση.
Επίσης, γράφει ότι οι δυνάμεις της ψυχής διαιρούνται σε λογικό και άλογο. Το άλογο μέρος της ψυχής χωρίζεται σε δύο μέρη, το ένα δεν υπακούει στον λόγο και αυτό είναι το ζωτικό, που καλείται σφυγμικό, το σπερματικό, δηλαδή το γεννητικό, και το φυτικό που λέγεται και θρεπτικό, όπως και το αυξητικό που πλάθει τα σώματα. Αυτά δεν κυριαρχούνται από τον λόγο, αλλά από την φύση. Αυτό δε που υπακούει και πείθεται στον λόγο διαιρείται σε επιθυμία και θυμό (Ενθ. αν. σελ. 156).
Αυτό σημαίνει ότι η ψυχή που είναι συνδεδεμένη με το σώμα, διευθύνει το σώμα, τα όργανα του σώματος, και δίνει ζωή, και αύξηση σε αυτό, καθώς, επίσης όταν συγκροτηθούν, τότε και οι λογικές δυνάμεις ενεργούν μέσα από αυτά. Η ψυχή βρίσκεται στο πρώτο κύτταρο που γονιμοποιείται, με την ζωτική και αυξητική δύναμή της, αυξάνει το σώμα και το τελειοποιεί, ώστε όταν απαρτηθούν τα κατάλληλα όργανα να εκφρασθή και το λογικό μέρος της ψυχής.
Επομένως, διερωτώμαι: Γιατί, ενώ υπάρχει τέτοια σαφέστατη δογματική διδασκαλία περί ανθρώπου, οι σύγχρονοι θεολόγοι δεν παραμένουν σταθεροί στην βιβλική έννοια του ανθρώπου, και πελαγοδρομούν με καινοφανείς όρους «ανθρώπινο πρόσωπο», «ιερότητα του προσώπου», «αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ζωής»;
Ας λένε ο,τι θέλουν οι σύγχρονοι φιλόσοφοι, ψυχολόγοι, βιολόγοι και κοινωνιολόγοι για το πότε ο άνθρωπος γίνεται πρόσωπο. Εμείς πρέπει να παραμείνουμε στην θεολογική αλήθεια του ανθρώπου και ότι ο άνθρωπος υφίσταται από την πρώτη στιγμή της συλλήψεώς του, από τότε υφίσταται η ψυχή, η οποία θα εκδηλώση τις ενέργειές της ανάλογα με την αύξηση της ηλικίας του ανθρώπου. Δεν χρειάζεται να εμπλακούμε στην προβληματική των δυτικών θεολόγων και στοχαστών περί «προσώπου», «ανθρωπίνου προσώπου» και «οντολογίας του προσώπου», με την προβληματική της αυτοσυνειδησίας, της αυτογνωσίας, της ικανότητας της επικοινωνίας, της πραγματοποίησης των ατομικών του δικαιωμάτων, της συνείδησης για το πότε είναι «πιθανό πρόσωπο» και πότε είναι «ενεργές πρόσωπο» κλπ., ανατρέποντας την ορθόδοξη διδασκαλία για τον άνθρωπο, που είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού, από την πρώτη στιγμή της συλλήψεώς του.